ΜΥΘΟΙ, ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΕΣ ΚΑΙ Η ΦΟΝΤΑΜΕΝΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΒΙΒΛΟΥ -ΜΙΛΤΙΑΔΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Το κείμενο αυτό είναι επιλογή απο το βιβλίο ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ: ΑΠΟΚΡΥΠΤΟΓΡΑΦΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΑΝΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ του καθηγητή κ.Μιλτιάδη Κωνσταντίνου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΑΡΜΟΣ.
Δεν είναι δυνατόν να αρνηθεί κανείς με σοβαρά επιχειρήματα την ύπαρξη μυθολογικού υλικού στην Βίβλο. Ο κήπος της Εδέμ, για παράδειγμα, είναι αναμφίβολα μια εικόνα που απαντάται και στους μύθους της Μεσοποταμίας για τον κήπο των θεών. Τα δέντρα που χαρίζουν ζωή και γνώση και βρίσκονται στο κέντρο του παραδείσου προέρχονται επίσης απο ανάλογες μυθικές παραστάσεις της εποχής.
Αναζητώντας οι ιεροί συγγραφείς τρόπους για να κάνουν προσιτή στους αναγνώστες τους την αλήθεια, δεν θα ήταν δυνατό να αγνοήσουν τους ευρύτατα διαδεδομένους στην περιοχή τους μύθους.
Εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι μια ιστορική ή και ηθική ακόμη προσέγγιση των αφηγήσεων αυτών αλλοιώνει το πραγματικό τους νόημα. Στην πρώτη περίπτωση θα αναγκαστεί κανείς να καταλήξει σε παραλογισμούς, αρνούμενος πχ την εξέλιξη του πολιτισμού από την παλαιολιθική στη νεολιθική κ.ο.κ. εποχή -γνώσεις που σήμερα υπάρχουν ακόμη σε βιβλία για μικρά παιδιά – και δεχόμενος ότι ο άνθρωπος από τη στιγμή που εμφανίστηκε στη γη άρχισε να καλλιεργεί τη γη, να χτίζει πόλεις και να παίζει μουσική. Για να μην αναφερθεί και η αστεία πλευρά του θέματος, όταν καλείται να απαντήσει κανείς σε ανόητα ερωτήματα του τύπου “σε ποιά γλώσσα συνομιλούσε το φίδι με την Εύα´” ή να λύσει τα γνωστά αινίγματα με τον Κάιν και τον Άβελ. Στην δεύτερη περίπτωση, της ηθικής προσέγγισης, όσα ηθικά διδάγματα και να αντλήσει κανείς από τς αφηγήσεις αυτές, για την αλαζονεία των ανθρώπων, για τον φθόνο κλπ, δεν παύει να υποβιβάζει τις βιβλικές αφηγήσεις σε διδακτικά παραμύθια.
Στα βιβλικά κείμενα, κατά συνέπεια, αντικατοπρίζονται οι ιδέες και οι αντιλήψεις της κάθε εποχής, καθώς και τα κάθε φορά ιστορικά και κοινωνικά δεδομένα. Από αυτή την άποψη η ύπαρξη μυθολογικού υλικού στις βιβλικές αφηγήσεις θα πρέπει να θεωρείται αυτονόητη, καθώς οι ιεροί συγγραφείς, στην προσπάθειά τους να βοηθήσουν τους αναγνώστες τους να κατανοήσουν την αλήθεια των κειμένων τους, ήταν σχεδόν υποχρεωμένοι να χρησιμοποιήσουν τους ευρύτατα διαδεδομένους στην περιοχή τους μύθους, εφόσον αυτοί ήταν γνωστοί στους ανθρώπους της εποχής τους και προσφέρονταν για την επίτευξη του στόχου τους.
Ο χαρακτηρισμός, επομένως, της Αγίας Γραφής ως “Λόγου του Θεού” δεν δηλώνει ένα κείμενο που υπαγορεύτηκε από τον Θεό, ένα είδος διακήρυξης αρχών της πίστης, αλλά ένα έργο που καταγράφει την εμπειρία της αποκάλυψης του Θεού από τους ανθρώπους. Είναι δηλαδή, η Βίβλος έργο ανθρώπινο που γράφτηκε από ανθρώπους στη γλώσσα που μιλούν οι άνθρωποι. Ως ανθρώπινα όμως έργα τα βιβλικά κείμενα χρησιμοποιούν ένα συγκεκριμένο λεξιλόγιο και αντικατοπτρίζουν το συγκεκριμένο πολιτιστικό περιβάλλον μέσα στο οποίο γεννήθηκε το καθένα από αυτά, καθώς και τα ιστορικά και κοινωνικά δεδομένα της εποχής κατά την οποία γράφτηκε.
Ως καταγραφή εμπειριών η Βίβλος δεν είναι ένα διδακτικό ηθικοπλαστικό βιβλίο, αλλά αφηγείται στο μεγαλύτερο μέρος της Ιστορία. Μια ιστορία όμως που δεν αποσκοπεί στη λεπτομερειακή περιγραφή των γεγονότων του παρελθόντος της ανθρώπινης κοινωνίας, ούτε στην αντικειμενική περιγραφή της πολιτικής και στρατιωτικής ιστορίας του Ισραήλ. Οι βιβλικοί συγγραφείς επεξεργάζονται το υλικό της προφορικής παράδοσης του λαού τους που αναφέρονται σε γεγονότα της ιστορίας τους όχι ως ιστορικοί, όπως αντιλαμβάνεται κανείς σήμερα το έργο του ιστορικού, αλλά κυρίως ως θεολόγου. Η εξιστόρηση των γεγονότων δεν σκοπεύει στην παροχή ιστορικών (με τη σύγχρονη πάντοτε σημασία του όρου) πληροφοριών, αλλά στη διατύπωση αιώνιων θεολογικών αληθειών, αληθειών που θα διατηρούν την επικαιρότητά τους όσο θα υπάρχουν άνθρωποι πάνω στη γη.
“Ανάθεμα”. Πρόκεται για μια διαδεδομένη στον χώρο της Μέσης Ανατολής πολεμική πρακτική, σύμφωνα με την οποία μια πόλη αφιερώνεται ολόκληρη μαζί με τους κατοίκους της στους θεούς. Αν τα αναφερόμενα στο “ανάθεμα” βιβλικά κείμενα κατανοηθούν ως ιστορικές αναφορές που καταγράφουν πραγματικά πολεμικά γεγονότα, προκύπτει το συμπέρασμα ότι ο ίδιος ο Θεός νομιμοποιεί τις πιο βάρβαρες βιαιότητες που οδηγούν στον πλήρη αφανισμό ολοκλήρων πόλεων. Αντίθετα, αν ληφθεί υπόψη, με βάση τα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω για τα χαρακτηριστικά της βιβλικής ιστοριογραφίας, ότι οι αφηγήσεις αυτές δεν εξυπηρετούν ιστορικούς αλλά θεολογικούς σκοπούς, τα συμπεράσματα που προκύπτουν είναι εντελώς διαφορετικά.
Αναμφίβολα η ιδέα ότι ο ίδιος ο Θεός προστάζει τον αφανισμό ακόμα και των νηπίων μιας κατακτημένης περιοχής προκαλεί φρίκη στον σύγχρονο αναγνώστη και προφανώς ανάλογα αισθήματα θα γεννούσε και στους αρχαίους. Μέσα, λοιπόν, από τέτοιες φρικιαστικές περιγραφές οι βιβλικοί συγγραφείς επιχειρούν να διακηρύξουν, με τρόπο παραστατικό που δεν αφήνει περιθώρθα αμφισβήτησης, την ανυπαρξία των ειδωλολατρικών θεοτήτων και την παντοδυναμία του ενός και μοναδικού Θεού.
Πρόκειται για τη βασική θέση της λεγόμενης “δευτερονομιστικής παράδοσης”, μιας σχολής σκέѱης, η οποία διαμορφώθηκε σε μια εποχή κατά την οποία ο Ισραήλ βρισκόταν σε πλήρη πολιτική αδυναμία και αντιμετώπιζε τον κίνδυνο της εξαφάνισης. Γράφοντας σ’ αυτήν την εποχή ο δευτερονομιστής ιστορικός επιχειρεί μια ανασκόπηση της ιστορίας του παρελθόντος όχι για να πληροφορήσει τους αναγνώστες του για γεγονότα που συνέβησαν αιώνες πριν από την εποχή του και την ακρίβεια των οποίων δεν μπορούσε ούτε ο ίδιος να γνωρίζει, αλλά για να ερμηνεύσει τη δυστυχία του παρόντος. Στο γεγονός ότι οι σύγχρονοί του Ισραηλίτες, παρά τη δύσκολη πολιτική κατάσταση, εξακολουθούσαν να λατρεύουν και να εμπιστεύονται ειδωλολατρικές θεότητες βλέπει ο ιερός συγγραφέας την αιτία της συμφοράς τους. Στο υπόβαθρο των αφηγήσεων αυτών υπόκειται η ιδέα ότι, όσο ο Ισραήλ παρέμενε πιστός στους όρους της Διαθήκης και εξαφάνισε ολοκληρωτικά τη λατρεία των ειδωλολατρικών θεοτήτων από τη ζωή του, ο Θεός τον προστάτεѱε κατά τις περιπλανήσεις του στην έρημο και του χάρισε τη χώρα· αν τώρα αντιμετωπίζει τον κίνδυνο του αφανισμού, αυτό οφείλεται στο ότι παρασύρθηκε στην ειδωλολατρία. Ο τρόπος που επιλέγει ο βιβλικός συγγραφέας για να περιγράѱει τη δύναμη του Θεού και την ανυπαρξία των ειδωλολατρικών θεοτήτων είναι να μιλήσει, πάντα κατά τις αντιλήѱεις της εποχής, για τον αφανισμό των πιστών τους. Τα όσα, λοιπόν, αναφέρονται στο Δευτερονόμιον (20:13-18) σχετικά με τις οδηγίες του Θεού για εξολόθρευση των γηγενών πληθυσμών της Χαναάν και οι αναφορές του βιβλίου Ἰησοῦς Ναυὴ στις βίαιες σφαγές των κατοίκων των κατακτημένων πόλεων δεν συνιστούν ιστορικές περιγραφές πραγματικών γεγονότων αλλά λογοτεχνικές ανασκοπήσεις της ιστορίας από μεταγενέστερες εποχές, με σκοπό να διακηρυχθούν οι παραπάνω θεολογικές θέσεις.
Το ότι αυτές οι περιγραφές δεν ανταποκρίνονται σε πραγματικά ιστορικά γεγονότα και ότι είναι αντίθετες με το θέλημα του Θεού φαίνεται από τις νομικές διατάξεις του ίδιου του βιβλίου Δευτερονόμιον που αναφέρονται στην προστασία της ανθρώπινης ζωής και στη συμπεριφορά προς τους ξένους (Δευ 10:18· 14:29· 16:14). Άλλωστε, και η αρχαία “Παράδοση της Εξόδου”, που διακηρύσσει την ελευθερία και την ισότητα και η οποία συνδέει τον Θεό όχι με αντιλήѱεις κυριαρχίας αλλά συμπαράστασης προς τους αδυνάτους, προβλέπει διατάξεις που καθορίζουν τη βοήθεια ακόμα και του εχθρού όταν αυτός βρίσκεται σε δύσκολη θέση (Εξο 23:4,9). Και όταν αργότερα στην αιχμαλωσία ο Ισραήλ οραματίζεται την ανασυγκρότηση της κοινότητας του λαού του Θεού, αναπτύσσει ανάλογες ιδέες. Στη λεγόμενη “Ιερατική Παράδοση” η εντολή «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» (Λευ 19:18) περιλαμβάνει στην έννοια του πλησίον και τους ξένους (Λευ 19:34). Την ίδια περίοδο αναπτύσσεται η ιδέα ότι για τον Ισραήλ είναι καλύτερο το να διώκεται παρά να διώκει, όπως αυτή περιγράφεται στα “Άσματα του Πάσχοντος Δούλου του Θεού”, ενώ το βιβλίο του Ιωνά παρουσιάζει τον Θεό να αρνείται να τιμωρήσει ακόμη και το σύμβολο της παγκόσμιας κυριαρχίας και αδικίας, την Νινευή, όταν διαπιστώνει ότι οι κάτοικοί της αναγνωρίζουν την αμαρτωλότητά τους και είναι έτοιμοι να μετανοήσουν.
Κατά ανάλογο με τα “ιστορικά” κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης τρόπο θα πρέπει να κατανοηθούν και οι κατάρες κατά των εχθρών που περιέχονται στους Ψαλμούς. Πρόκειται εδώ στις περισσότερες περιπτώσεις για έκφραση της επιθυμίας των αδυνάτων, οι οποίοι παρακαλούν τον Θεό να αναλάβει ο ίδιος την υπόθεσή τους και να υπερασπιστεί το δίκιο τους. Παρακαλώντας ο πιστός τον Θεό να εκδικηθεί για λογαριασμό του, παραιτείται ο ίδιος από την πραγματοποίηση της επιθυμίας του για εκδίκηση. Ήδη οι προφήτες του η΄ π.Χ. αιώνα τονίζουν με έμφαση την αντίθεσή τους στο να επιβάλλει κανείς το δίκιο του μόνος του. Ο Ησαΐας, για παράδειγμα, αρνείται ακόμα και τον αμυντικό πόλεμο αφήνοντας τη διαχείριση των υποθέσεων της εξωτερικής πολιτικής στον Θεό (7:1-9), όπως λίγο αργότερα και οι προφήτες Ιερεμίας και Ιεζεκιήλ, οι οποίοι αντιτίθενται στην επανάσταση κατά των Βαβυλωνίων. 26 Ἔξοδος 20:2-17. Δευτερονόμιον 5:6-21
Όσα αναφέρθηκαν παραπάνω για τον τρόπο θεώρησης από τους βιβλικούς συγγραφείς των στρατιωτικών και πολιτικών γεγονότων ισχύουν ασφαλώς και για τη θεώρηση κάθε άλλου γεγονότος, ακόμη και των εθίμων, τα οποία, παρουσιαζόμενα ως έκφραση του θείου θελήματος, καθίστανται νόμοι. Έτσι, ο Θεός εμφανίζεται να καθορίζει όχι μόνον τις βασικές αρχές της συμπεριφοράς των Ισραηλιτών, όπως π.χ. στον “Δεκάλογο”, αλλά ακόμα και τις πιο ασήμαντες λεπτομέρειες σχετικά με τη διατροφή, την καθαριότητα και υγιεινή, κλπ. Ακόμα και για τον διάκοσμο της σκηνής, για παράδειγμα, φαίνεται να δείχνει ο Θεός ξεχωριστό ενδιαφέρον και να δίνει ανάλογες εντολές. Εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι αν επιχειρήσει κανείς, προκειμένου να διαφυλάξει την αξιοπιστία της Βίβλου, να ερμηνεύσει τα κείμενα αυτά ως ιστορικά, θα αναγκαστεί να καταλήξει σε μια εντελώς απαξιωτική εικόνα για τον Θεό, δεχόμενος π.χ. ότι ο Θεός ενδιαφέρεται να καθορίσει το χρώμα που θα έχουν τα υφάσματα της σκηνής, ενώ αδιαφορεί για τη σφαγή χιλιάδων ανθρώπων.
Το πρόβλημα, κατά συνέπεια της ηθικής αξιολόγησης των θείων ενεργειών δεν είναι πρόβλημα της Βίβλου αλλά πρόβλημα του τρόπου με τον οποίο προσεγγίζει κανείς τη Βίβλο. Και είναι προφανές ότι όταν προσεγγίζει κανείς κείμενα που προέρχονται από έναν πανάρχαιο, διαφορετικό από τον δικό του, πολιτισμό και επιχειρεί να τα κατανοήσει μέσα από τις δικές του πολιτιστικές προϋποθέσεις, τα συμπεράσματά του θα είναι οπωσδήποτε λανθασμένα και οι συνέπειες μπορεί να είναι σε ορισμένες περιπτώσεις τραγικές.
Χαρακτηριστική περίπτωση εξαγωγής λανθασμένων συμπερασμάτων αποτελεί η προσπάθεια των Γνωστικών κατά τον β΄ μ.Χ. αιώνα να εξηγήσουν με ελληνικούς όρους τα βιβλικά κείμενα. Ο Επιφάνειος Κωνσταντείας Κύπρου διασώζει στο έργο του Πανάριον μια επιστολή που απευθύνει ο γνωστικός Πτολεμαίος προς κάποια Φλώρα, η οποία του έθεσε το ερώτημα σχετικά με την προέλευση του μωσαϊκού νόμου. Στην απάντησή του ο Πτολεμαίος διευκρινίζει ότι ο νόμος δεν προέρχεται από τον Ύѱιστο Θεό, γιατί παρουσιάζει ατέλειες, αλλά ούτε και από τους δαίμονες, γιατί καταδικάζει την αδικία. Αναπτύσσοντας περισσότερο τη θέση του, υποστηρίζει ότι ο νόμος διακρίνεται σε τρία μέρη· στον νόμο του Θεού, στις προσθήκες του Μωυσή και στις διατάξεις των πρεσβυτέρων. Επειδή όμως αδυνατεί να ερμηνεύσει τις “ατέλειες” ορισμένων νομικών διατάξεων, αναγκάζεται να διακρίνει τον νομοθέτη θεό από τον αγέννητο Πατέρα και να επινοήσει μια ενδιάμεση θεότητα ως νομοθέτη, τον διαμορφωτή και συντηρητή του κόσμου τούτου, τον “Μέσο”. Αλλά αν ο συγκεκριμένος τρόπος ανάγνωσης των βιβλικών κειμένων από τους γνωστικούς απλώς οδήγησε τους ίδιους σε κάποιους διανοητικούς ακροβατισμούς, η φουνταμενταλιστική ανάγνωση των κειμένων αυτών κατά τα νεότερα χρόνια οδήγησε στη νομιμοποίηση αυθαιρεσιών που είχαν για ολόκληρους λαούς τραγικές συνέπειες. Ο αφανισμός παλιότερα των γηγενών πληθυσμών της Αμερικής, η σφαγή των οποίων “καθαγιάστηκε” από τις φαντασιώσεις διάφορων ιεροκηρύκων περί νέου λαού του Θεού που εισέρχεται στη νέα Γη της Επαγγελίας και η σύγχρονη πρακτική των ριζοσπαστικών Ισραηλινών εποίκων στα Παλαιστινιακά εδάφη, οι οποίοι θεμελιώνουν το δικαίωμά τους για κατοχή της γης στα βιβλικά κείμενα αποτελούν δύο πολύ χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Πηγή: ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ ΑΠΟΚΡΥΠΤΟΓΡΑΦΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΑΝΑΘΡΩΠΙΝΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ (ΑΡΜΟΣ). Σελίδες: 31-34, 50, 66-67, 76-84.
Καθηγητής Μιλτιάδης Κωνσταντίνου